Σήμερα το πρωί σηκώθηκα κακόκεφος. Πρώτη Φλεβάρη, σκέφτηκα. Πώς να μην είμαι χάλια; Πρώτη Φλεβάρη… Πάντα τη μισούσα αυτή τη μέρα. Δεν ξέρω γιατί, μα κάθε χρόνο τέτοια μέρα αισθάνομαι απαίσια. Ίσως γιατί βαρέθηκα τον χειμώνα. Ίσως γιατί χάνεται σιγά-σιγά η ελπίδα μιας καλύτερης χρονιάς, μαζί με τον απόηχο από τις σχετικές ευχές που ακούστηκαν τόσες μέρες. Ίσως…
Κάτι πρέπει να κάνω, μα τι; Και πρέπει να πάω και για δουλειά. Κι ας είναι Σάββατο. Για πρώτη φορά μίσησα τη δουλειά μου που δεν είναι πενθήμερη. Θα ‘πρεπε ν’ αλλάξει η εργατική νομοθεσία, σκέφτηκα. Όταν η πρώτη Φλεβάρη πέφτει Σάββατο θα πρέπει να είναι υποχρεωτική αργία.
Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι ευχάριστο. Να, λόγου χάρη, σήμερα η μοτοσυκλέττα θα είναι έτοιμη. Και τι μοτοσυκλέττα! Μια Χάρλεϋ Ντάβιντσον που έκανε στράκες στη γειτονιά. Χτες την πήγα για σέρβις. Το μεσημέρι θα πάω στο συνεργείο. Θα την πάρω και…
Απέτυχα. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε και μια πικρίλα ανέβηκε στο στόμα μου. Μηχανικά ρούφηξα μια γουλιά από το παγωμένο γάλα που είχε βράσει νωρίς το πρωί ο πατέρας μου πριν φύγει για τη δουλειά του. Ποτέ δεν μ’ άρεσε το κρύο γάλα και κυρίως εκείνη η απαίσια κρούστα που μου γυρίζει τ’ άντερα. Γιατί να μην τρώμε πρωινό όπως οι Εγγλέζοι; Τηγανητά αυγά με μπέικον, ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, ζεστά κρουασάν, φρέσκο κέικ σοκολάτας και… Ανακατεύτηκα πάλι κι έχυσα βλαστημώντας το γάλα στον νεροχύτη.
Η πρωινή παγάδα με περόνιασε ενώ έδενα τα κορδόνια των παπουτσιών μου. Τούτο το σπίτι ήταν φριχτό τον χειμώνα. Ψηλοτάβανο, χωρίς καλοριφέρ, προσπαθούσαμε να το ζεστάνουμε, μάταια, με μια σόμπα πετρελαίου. Και καλά το βράδυ που γυρνούσα. Με τη σόμπα αναμμένη από νωρίς το απόγεμα κάτι γινόταν. Τα πρωινά, όμως, ήσαν ανυπόφορα.
Έτριψα τα χέρια μου. Ξαφνικά, ένοιωσα μόνος. Ήθελα επειγόντως κάποιον δικό μου άνθρωπο, κάποιο φίλο, να πω μια κουβέντα. Ίσως πρέπει να πάρω τηλέφωνο κάποιον συνάδελφο από τον στρατό, ίσως… Ή, μάλλον, όχι. Καλύτερα να στείλω γράμμα. Το γράμμα είναι πιο ζωντανό. Κάθε φορά που γράφω, νοιώθω ένα κομμάτι από την ψυχή μου να μένει στο χαρτί. Κι είναι τούτο το δόσιμο που με γεμίζει και με συγκινεί.
Να πάρει η οργή! Με συνεπήραν οι λογισμοί και πέρασε η ώρα. Πρέπει να φεύγω. Δεν θέλω να δίνω λαβές για παρατηρήσεις. Το μεσημέρι θα γράψω το γράμμα οπωσδήποτε… Μπα! Πάλι θα βαρεθώ, θα με φάει η ανία και θα με πιάσει η φούρια πάλι από Δευτέρα που δεν θα ‘χω χρόνο για τίποτα. Σκατά! Πάλι η πικρίλα βγήκε στο στόμα μου. Μάλλον θα ‘μαι κρυωμένος.
Το τηλέφωνο! Ποιος να ‘ναι τέτοιαν ώρα; Τρέχω να σηκώσω το ακουστικό πριν το κουδούνισμα που τρυπάει το θολό μου μυαλό ξυπνήσει τους άλλους που κοιμούνται ακόμη, παραδομένοι στην ζεστασιά των κρεβατιών τους.
Ποιος; Τον Βασίλη παρακαλώ. Μια δροσερή κοριτσίστικη φωνή σκορπίζει ανακούφιση στην κακοκεφιά μου. Παραξενεμένος με τον εαυτό μου δεν το ‘κλεισα. Πάντα έκλεινα θυμωμένος το τηλέφωνο όταν με έπαιρναν κατά λάθος.
Ποιον είπατε; Τον Βασίλη, επιμένει η φωνή κελαδιστά. Μα που να πάρει ο διάολος, ποια να ‘ναι τούτη η άγνωστη κοπέλλα που έχει κέφια τέτοια μέρα; Με τι είδους δικαίωμα μου καταστρέφει τη μαυρίλα που μ’ έχει τυλίξει από τη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου;
Κάνετε λάθος δεσποινίς. Αχ, με συγχωρείτε, τιτίβισε. Έκλεισε.
Άφησα το ακουστικό στη θέση του και πήρα βαρύθυμα το μπουφάν από την καρέκλα όπου το ‘χα πετάξει το προηγούμενο βράδυ. Κατέβηκα σκεφτικός την παλιά ξύλινη σκάλα που έτριξε ανατριχιαστικά και τράβηξα βαρειά την εξώπορτα πίσω μου.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου στενοχωρήθηκα ειλικρινά που δεν με λένε Βασίλη και δεν με παίρνει κανένας τηλέφωνο…