Θεσσαλονίκη και λογοτεχνία/Καρέλλη
Η wikipedia:el:Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη, 1901-1998) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια. Γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη.
Παρόλο που δεν κυριαρχεί, αξιοσημείωτη είναι η παρουσία της τοπογραφίας και της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στο ποιητικό και το θεατρικό της έργο, κυρίως στις οψιμότερες συλλογές της. Η Ζωή Καρέλλη (= Χρυσούλα Αργυριάδου) υπήρξε σύζυγος του Θεόδωρου Αργυριάδη, γεωπόνου με σπουδές στη Γερμανία, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1917-1920. απολύθηκε λόγω βενιζελικών φρονημάτων από τους βασιλικούς το 1920, επανήλθε το 1936 και έμεινε στη θέση αυτή για 16 χρόνια). Η Γεωργική Σχολή πέρασε το 1936 υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο κτίριο της Γεωργικής Σχολής εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα (1919) οικογενειακώς η Ζωή Καρέλλη (βλ. Αλέξανδρος Δάγκας, Για μια κοινωνική ιστορία της υπαίθρου. Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα. Η περίοδος έως το 1945, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2010). Το τοπίο στο el:Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το 1952 το περιγράφει η ίδια με ιδιαίτερο στο ποίημα «Η ελπίδα» (Παραμύθια του κήπου, 1955)
Στην ποίησή της συναντούμε εικόνες της πόλης από απόσταση αλλά και εστιασμένες σε ειδικότερα σημεία και μνημεία της. Αναφορές στην «απαράμιλλη της θάλασσας την εμορφιά… / -της Θεσσαλονίκης ο κόλπος / τα βραδυνά του φθινοπώρου, / είναι παλάτι μυθικό» συναντούμε στο ποίημα «Οι εξηγήσεις πλησιάζουν…» (Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951). Τις ίδιες εικόνες ξαναβρίσκουμε στο ποίημα «Το πανδοχείο» (Το σταυροδρόμι, 1973). Το el:λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Εμφυλίου (φθινόπωρο του 1948), η νέκρωση του εμπορίου σε αυτό και στην αγορά της πόλης (τα σημερινά el:Λαδάδικα) περιγράφονται στο ποίημα «Χρονικό» (Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα, 1955).
Το πιο περιγραφικό ποίημα για την τοπογραφία και τα μνημεία της Θεσσαλονίκης είναι «Η στενή πύλη» (Το σταυροδρόμι, 1973), με τοποχρονολογική ένδειξη «Αψίς Γαλερίου, Θεσσαλονίκη 1959». Στο ποίημα αυτό αναφέρονται η Αψίδα του Γαλερίου (= Καμάρα) και «τα τριμμένα, γεμάτα σκόνη ανάγλυφά της», η οδός Εγνατία, ο ναός της Αγίας Σοφίας («η ονομαστή της πάνσεπτης Σοφίας οικοδομή») και οι αγιογραφίες της («όψη της Πλατυτέρας, στην πάγχρυση Κόγχη». η ίδια εικόνα και στο ποίημα «Στο εικονοστάσι» από την ίδια συλλογή), ο «παράμερος» ναός του Αγίου Αντωνίου, η el:Παναγία Δεξιά, η Παναγία Γοργοεπήκοος ή el:Παναγούδα («Παληά κι η άλλη εκκλησία, γλυκειά η Γρηγορήτρα /η Παναγούδα ως την αποκαλούσαν […]»), το διπλανό εκκλησάκι του Σωτήρος, ο Άγιος Αθανάσιος (σε αυτή την εκκλησία αφιερώνει ειδικό ποίημα «Άγιος Αθανάσιος (Ο επί της Εγνατίας, / ημερομηνία κτίσεως 1818, Νοεμβρίου 15)», στην ίδια συλλογή), η wikipedia:el:Παναγία των Χαλκέων, η Αχειροποίητος («περίκαλλη, /σαν άνθος λαξευμένη»), η el:Λαοδηγήτρια, η Αγία Αικατερίνη, ο Δαβίδ ο Όσιος.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου έχει την τιμητική του, τόσο με αναφορές στην ιστορία όσο και στο παρόν. Τον αναφέρει κι αυτόν στο ποίημα «Η στενή πύλη». Στο ποίημα «Θεσσαλονίκη 904 μ. Χ» (Η εποχή του θανάτου, 1948) θεματοποιείται η άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς και εικονίζεται η καταφυγή των κατοίκων της στον ναό του Αγίου Δημητρίου και οι παρακλήσεις τους προς τον Άγιο να προστατέψει την πόλη. Ο ίδιος ναός, η «καλλίστη βασιλική, ωραιοτάτη από φως» και οι τοιχογραφίες της ανακαλούνται και πάλι στο ποίημα «Θεσσαλονίκη 1948» (Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951).
Στη συλλογή Η εποχή του θανάτου θεματοποιούνται σκηνές από την κατοχική Θεσσαλονίκη: εκτελέσεις νέων από τους κατακτητές στους δρόμους της πόλης («Μάιος του 1941», «Της νεότητος», «Ανακομιδή») αλλά και από την εξόντωση των Εβραίων («Των Εβραίων»). Το δράμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επανέρχεται στο ποίημα «Ισραήλ» από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα, 1955.
Τέλος, στο έμμετρο θεατρικό έργο Ικέτιδες (Δίφρος 1962), όπου γυναίκες πρόσφυγες έρχονται να ζητήσουν άσυλο σε ένα χωριό που ο κατακτητής το έχει απομονώσει με τη διαταγή να μη δεχτεί ξένους, οι γυναίκες του Χορού εμφανίζονται να «είναι ντυμένες με την καθημερινή φορεσιά των γυναικών της Πυλαίας», χωριού τότε της Θεσσαλονίκης. αυτές του πρώτου ημιχόριου «με την καθημερινή φορεσιά […] κάπως ανοιχτόχρωμη, μαβιά», ενώ αυτές του δεύτερου ημιχόριου με «την ίδια πιο σκουρόχρωμη».