Ο Τάσος Φάλκος (Θεσσαλονίκη, 1937- ) είναι σύγχρονος βραβευμένος Έλληνας πανεπιστημιακός, ποιητής και πεζογράφος. Το πραγματικό όνομα του είναι Αναστάσιος Αρβανιτάκης. Στο έργο του εντοπίζονται πολλές παραπομπές στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.

Χαρακτηριστικά Αποσπάσματα επεξεργασία

Λευκός Πύργος επεξεργασία

Στο βάθος της παραλίας διακρινόταν αμυδρά ο γκρίζος σκελετός του Λευκού Πύργου. Από παιδί ήθελε ν’ ανεβεί στον πύργο, με δεν τον άφηναν. Σκέφτηκε τότε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αυτή.

Το πώς ο πύργος μπορούσε να ήταν κλειδωμένος, δεν το σκέφτηκε παρά μόνο τη στιγμή που έσπρωχνε την πόρτα. Αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή! Κοίταξε μέσα και δεν είδε παρά σκοτάδι. Γρήγορα όμως το βλέμμα του προσαρμόστηκε και διέκρινε έναν ακανόνιστο χώρο και δεξιά τις σκάλες. Ένα φως ακαθόριστο πρέπει να ερχό-ταν μάλλον από ψηλά κι όχι από την πόρτα που μισάνοιξε. Κλείνοντας πίσω του την πόρτα διαπίστωσε ότι η υποψία του ήταν δικαιολογημένη. Κάπου ψηλά πρέπει να ‘καιγε κάποιο φως. [1]

Πλατεία Ελευθερίας επεξεργασία

Βγαίνοντας στην πλατεία ελευθερίας είχε ένα δυσάρεστο συναπάντημα. Ο Στάιγκερ, ο Σούμπερτ και ένας κάποιος Χανς, στέκονταν, μπροστά σ’ ένα στρατιωτικό καμπαρέ. Ο Στάιγκερ άκουγε ήρεμος, ενώ ο Χανς μιλούσε χειρονομώντας. Πρώτος διέκρινε τον Τηλέμαχο ο Σούμπερτ. Σχεδόν αμέσως ο Στάιγκερ στράφηκε προς την κατεύθυνση που κοίταζε ο λοχίας και πρόλαβε τον Τηλέμαχο που ετοιμαζόταν να λοξοδρομήσει. Ο Τηλέμαχος χαιρέτησε βιαστικά κι έκανε να τους προσπεράσει. Ο Χανς του έκοψε το δρόμο. – Δεν έρχεσαι μαζί μας; είπε. [… … … ]

Πολλά απ’ τα παράθυρα του καμπαρέ δεν είχαν τζάμια, αλλά τενεκέδες που τους σκέπαζαν κουρτινάκια. Μέσα στην περιορισμένη σάλα ήταν στοιβαγμένοι πλήθος άνθρωποι. Πολλοί πατούσαν πάνω στα τραπέζια και στα βαρέλια ή ήταν σκαλωμένοι γύρω σε μια κολόνα στη μέση της σάλας, πράγματα βέβαια περίεργα γι’ ανθρώπους της τευτονικής φυλής. Όλα αυτά ήταν σημάδια πως κάτι το εξαιρετικό έμελλε να συμβεί. Έκαμνε ζέστη εκεί μέσα, κι αυτό ήταν απίθανο να προερχόταν από κάποια σόμπα. Μόλις φάνηκε στην είσοδο ο Στάιγκερ, έγινε ησυχία σχεδόν απόλυτη. [2]

Καθολική εκκλησία στην οδό Φράγκων επεξεργασία

Χωρίς να το ‘χει καταλάβει πως, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σ’ έναν ψηλό τοίχο. Ήταν πολύ συγκεντρωμένος για να νιώσει αμέσως που είχε πέσει. Στράφηκε ασυ-ναίσθητα προς τα’ αριστερά του, όπου το στενό προεκτεινόταν λίγο. Πάλι τοίχος. Τότε μονάχα στάθηκε και κοίταξε τριγύρω του: Χώρος τετράγωνος, κλειστός, έτοιμος να ξεφύγει προς τα πάνω. Μερικά οχήματα που πέρασαν μακριά στο μεγάλο δρόμο υπογράμμισαν την ησυχία που επικρατούσε εδωμέσα. Έπρεπε να το παραδεχτεί πως είχε πέσει σ’ αδιέξοδο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε μια έντονη δυσαρέσκεια. Η πρώτη του σκέψη ήταν να γυρίσει αμέσως από κει που μπήκε. Σκέφτηκε ό-μως ότι ήτανε δυσάρεστο να ξανακάνει τον ίδιο δρόμο. Δεν ήθελε προπαντός να πα-ραδεχτεί πως είχε πέσει σ’ αδιέξοδο, αυτός, που νόμιζε πως γνώριζε την πόλη σπι-θαμή προς σπιθαμή. Ξανακοίταξε τριγύρω του με προσοχή. Στον τετράγωνο αυτό χώρο διέξοδος δεν υπήρχε. Ένας, δύο, τρεις, τοίχοι ψηλοί ως τρία μέτρα κι από πάνω συρματοπλέγματα. Πόρτα δεν υπήρχε, που κι αν υπήρχε, δεν μπορούσε παρά να βγάζει στον αυλόγυρο κάποιων αποθηκών. Ήταν άτοπο και αδικαιολόγητο να δοκι-μάσει να πηδήσει αυτόν τον ψηλό φράχτη. Το πιο λογικό ήταν να γυρίσει αμέσως πίσω. Μα είχε χάσει κιόλας χρόνο. Αυτό του φαινόταν πως δικαιολογούσε την επιμο-νή του να βρει μια διέξοδο. ‘ Αρχισε μάλιστα να φαντάζεται πως για την ώρα δεν είχε τίποτε σημαντικότερο να κάνει παρά ν’ ασχοληθεί με τη λύση αυτού του προβλήματος από την οποία εξαρτιόνταν πολλά. Τώρα δεν ήταν πια και τόσο εύκολο να υποχω-ρήσει… Σκέφτηκε τότε να μετρήσει το μήκος των τριών αυτών τοίχων, σάμπως αυτό να είχε κάποια σημασία. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και τα χρησιμοποίησε για μέτρο. Στην δεύτερη ή τρίτη ολόσωμη στροφή που έκανε ένιωσε ξαφνικά πως κάποιος τον κοιτούσε. Σταμάτησε με χέρια ανοιγμένα, κολλημένος στον τοίχο. Πως είχε βρεθεί ο άνθρωπος αυτός εκεί; Ή μήπως ήταν από την αρχή και δεν τον είχε αντιληφθεί; Ο άγνωστος θα τον περνούσε για μεθυσμένο ή τρελό…

Μα τώρα συνειδητοποιούσε ότι απέναντί του ήταν ένας λιανός καθολικός πα-πάς με γλυκό ήθος, ολότελα γέρος.[1]

Η υπόθεση του Χρονικού των δικαίων εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Εποχή: Γερμανική κατοχή

Σέιχ Σου - Στα χίλια δέντρα επεξεργασία

Στεκόταν μέσα στο μαγνητικό τοπίο

από το στήθος του έβγαιναν πουλιά

διασταυρώνονταν με λάμψεις

Και τότε άρχισε η θηριωδία:

Σκύλοι της γνώσης και της τύψης

πιάναν τα πουλιά

και τα συντρίβαν ένα ένα

.[3]

Από την Καμάρα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό επεξεργασία

Ανέβηκε πολλά σκαλιά προτού ν’ αποφασίσει να στραφεί. Ο νεαρός και το κορίτσι είχαν εξαφανιστεί. Του φάνηκε ότι ποτέ δεν είχαν υπάρξει. Κοίταξε από ψηλά την πόλη.

Και πρώτα είδε την Καμάρα, το σύμβολο ξένων θριάμβων και της ελληνικής υποταγής. Έπειτα είδε τη Ροτόντα, που ήταν κτίριο ρωμαϊκό, έπειτα εκκλησία και τελικά τζαμί για πεντακόσια χρόνια. Το βλέμμα του πλανήθηκε προς τον Ιππόδρομο, που τώρα ήτανε θαμμένος κάτω από ακαλαίσθητους όγκους τσιμέντο. Εδώ είχανε σφαγιαστεί έξι χιλιάδες άνθρωποι.

Ψηλότερα, είδε νοερά τη μικρή εκκλησία του αγίου Νικολάου του Ορφανού με τις υπέροχες τοιχογραφίες της. Είχε συχνά θαυμάσει το εύρος και το μεγαλείο της ζωγραφικής αντίληψης, που έρχεται απευθείας απ’ την αρχαία Ελλάδα, και είχε αναλογιστεί πού θα έφτανε η ζωγραφική μας, αν ο ξενόφερτος θρησκευτικός φανατισμός δεν καλλιεργούσε επί αιώνες τη δυσπιστία και το μίσος για οτιδήποτε ελληνικό. Και δίπλα στον ναό του Αγίου Νικολάου με τις ελληνικότατες τοιχογραφίες του, το σπίτι του Κεμάλ, ενός συνεπαρμένου από την ιδέα της δύναμης, που είχε προκαλέσει τεράστιες συμφορές σ’ εμάς και είχε διαλύσει ολόκληρους λαούς της Μικρασίας.

Στην παραλία ήταν ο «γραφικός» μας Λευκός Πύργος, που οι λογοτέχνες κι οι ζωγράφοι τον περιέγραψαν με αίσθημα πολύ. Αυτός ο Πύργος στην πραγματικότητα λεγόταν «Κόκκινος», «Πύργος του Αίματος», γιατί εκεί φυλάκιζαν θανατοποινίτες, τους ένοχους του ποινικού δικαίου, αλλά και όσους αντιστάθηκαν στον κατακτητή.

Είδε μετά το κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου εργαζόταν. Κανένα ίσως από τα πνευματικά ιδρύματα της Ευρώπης δεν είχε τόσα θύματα στην κατοχή και τον εμφύλιο.

Σιγά-σιγά το τραγικό αναδυόταν μέσα του σαν μαύρος ήλιος που διέλυε την καθημερινότητα και την ανία της.

Από τη συνοικία του σταθμού, απ’ την Επτάλοφο, απ’ τη Νεάπολη, απ’ τη Σταυρούπολη, απ’ την Ηλιούπολη, απ’ την Καλαμαριά, απ’ όλες τις συνοικίες των παρυφών της πόλης, εκτός από την φτώχεια που ήταν φανερή, ανάβλυζε κάτι σαν θλίψη, τουλάχιστον για εκείνους που ήξεραν. Εδώ είχαν καταλήξει οι περισσότεροι απ’ τους ξεριζωμένους της Μικράς Ασίας. Οι άνθρωποι αυτοί έσερναν πάνω τους χιλιάδες δράματα και δυστυχίες. Του διηγήθηκε ο πατέρας του πως είδε από μακριά τη μάνα του ν’ αυτοκτονεί στην παραλία, γιατί δεν πρόλαβε να μπει μες στα καράβια.

Κοίταξε προς τη γειτονιά που είχε γεννηθεί. Στην περιοχή αυτή ζούσαν οι περισσότεροι απ’ τους φτωχούς Εβραίους. Στην κατοχή ο Δοξιάδης μπήκε στα άδεια σπίτια τους και είδε τους δικούς μας να ξηλώνουν ακόμα και τα τζάμια! Και το Βαρδάρι, απ’ όπου περνούσε κάθε μέρα ως παιδί δεν είχε τίποτε το γραφικό, όπως νομίζουν σήμερα. Τα σπίτια και τα χάνια ήταν σ’ άθλια κατάσταση. Ο τόπος ήτανε κακόφημος κι όχι μονάχα εξαιτίας των πολλών πορνείων. Ο Δοξιάδης είδε τον εαυτό του να περνάει πάντα βιαστικός ανάμεσα απ’ τα «σπίτια» και τα χάνια, ανάμεσα από σκοτεινές μορφές μέθυσων και χαφιέδων ή έκφυλες μορφές που τον κοίταζαν με βουλιμία και που του προκαλούσαν έντονη ταπείνωση κι οργή. Ήταν λοιπόν ο τόπος που τον πλήγωσε βαθιά, τον γέμισε ντροπή. Μα πάλι ήταν ο τόπος που γεννήθηκε. Εδώ γνώρισε τη στοργή της μάνας του, ενός προσώπου διψασμένου για ζωή, που έζησε τα πιο καλά του χρόνια σ’ εποχές θανάτου.

Ο σιδηροδρομικός Σταθμός, που είναι για τους άλλους τόπος γραφικός, για εκείνον ήταν τόπος μαρτυρίου: Τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, γιατί φαντάστηκαν πως ήτανε κομουνιστής. Ήταν αναίσθητος κι αυτοί τον έδερναν: «Βαράτε τον! Τέτοια τομάρια δεν ψοφάνε!»

Για μια στιγμή του φάνηκε ότι λυτρώθηκε απ' τη σκουριά που σκέπαζε τα κόκαλά του. Η πόλη τον βοήθησε σ’ αυτό. Γινόταν πάλι ο εαυτός του.[4]

Περιγραφή της πόλης επεξεργασία

Μετά την πυρκαγιά του 1917, που έκαψε σχεδόν ολόκληρο το κέντρο της πόλης, τα κτίρια άρχισαν να στοιβάζονται το ένα δίπλα στ’ άλλο με γοργό ρυθμό. Αλλά τι ήτανε αυτά τα κτίρια; Απρόσωπες κατασκευές, προσόψεις που δεν έζησαν ποτέ, άμορφοι όγκοι, όλο τρύπες, νεκρά γεννήματα νεκρών!… Η πόλη συσσωρευόταν στη γούβα του. Οι δρόμοι μίκραιναν και οι οικοδομές σκαρφάλωναν στα ύψη. Φυσικά το φούσκωμα και ο παλμός του στομαχιού της πόλης καθοριζόταν απ’ τα γάγγλια, κι όχι απ’ τον εγκέφαλο… Σήμερα, πάνω απ’ τα ψηλά κτίρια, κι ο ουρανός ήταν πολύ ξασπρουλιάρικος και ψεύτικος. Πρόσθεσε τον χειμώνα, έναν βαρύ χειμώνα δίχως πυρκαγιές… Του έμενε να κοιτάζει τους ανθρώπους. Αυτοί, μόλο που έδειχναν κάπως παλιωμένοι –φαίνονταν όλοι γκρίζοι– παρουσίαζαν πάντοτε ενδιαφέρον. Το κύριο χαρακτηριστικό τους -η γκρίζα εμφάνιση- εξουδετερωνόταν από κάποια φανερή ενόχληση –δείγμα ζωής– που διαβαθμιζόταν ως το σιωπηλό άγχος και την αγωνία. Πρόσωπα βέβαια σταματημένα, χωρίς πραγματικό παλμό, χωρίς ξεπέρασμα. Απ’ τα πικρά στόματά τους κρεμόταν σαν κλωνάρι ξεραμένο η λύτρωση. Μα κάποιο αρχαίο πείσμα κι εγκαρτέρηση συσσωρεύονταν στο βάθος του ματιού τους.

[5]

ΟΙ Δίκαιοι, Θεσ/νίκη, 1976, σσ. 49-50.


(Εκκλησία στο νεκροταφείο της Φανερωμένης) επεξεργασία

Κατηφορίζοντας το ύψωμα των Χιλίων Δένδρων χρειάστηκε να περάσει δίπλα απ’ το νεκροταφείο της Αγίας Φανερωμένης. Κοιτάζοντας τυχαία τον άχαρο ναό, διέκρινε μέσα μια σκαλωσιά και κάποιο φως τρεμουλιαστό. «Κάποιος θα εργάζεται ίσως, σκέφτηκε προχωρώντας προς την είσοδο του ναού. Όμως πάλι με τέτοιο σκοτάδι…». Πάνω στην σκαλωσιά διακρινόταν ένας άνθρωπος με κοντογούνι που τουρτούριζε, χρεμέτιζε και κάθε τόσο έφτυνε δυνατά. Επάνω στο καπέλο του φώτιζαν κολλημένα δυο σπαρματσέτα. Στα χέρια του κρατούσε μακριά πινέλα και ζωγράφιζε.

[6]

ΟΙ Δίκαιοι, Θεσ/νίκη, 1976, σ. 81 εξ.

  1. 1,0 1,1 Φάλκος, Τάσος (1992). Χρονικό των δικαίων. Αθήνα: Δόμος.
  2. Φάλκος, Τάσος (1992). Χρονικό των δικαίων. Αθήνα: Δόμος.
  3. Φάλκος, Τάσος (2005). Σχεδιάσματα με φως. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
  4. Φάλκος, Τάσος (1999). Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης.
  5. Φάλκος, Τάσος (1976). Οι δίκαιοι.
  6. Φάλκος, Τάσος (1976). Οι δίκαιοι.