Το ‘χω ολοζώντανο στη μνήμη μου εκείνο το πρωινό. Εκείνο το χλωμό απριλιάτικο πρωινό που χαράκωσε το είναι μου, που σήκωσε τα προσχήματα και σημάδεψε τις νύχτες μου σαν ανεξίτηλο μελάνι πάνω στο γυμνό πτώμα των νεανικών μου οραματισμών, των άδολων προσδοκιών.
Κατηφόριζα, μισονυσταγμένος ακόμα, για το γραφείο. Τριγύρω τίποτα δεν μαρτυρούσε πως ήτανε Μεγάλη δευτέρα. Ουδέτερα όντα κινούνταν βιαστικά στους λερωμένους δρόμους κι η βουή της πόλης δυνάμωνε και τα ρουφούσε αδυσώπητα.
Το μηχανικό περπάτημά μου το διέκοψε κάποιος παληός κι ανεπιθύμητος γνωστός με μια πλαστική καλημέρα. Δεν τον είχα σε καμμιά υπόληψη αλλά σταμάτησα για να του ανταποδώσω τον τυπικό χαιρετισμό. Είχα κιόλας μετανοιώσει που δεν ακολούθησα διαφορετικό δρομολόγιο.
Τότε εμφανίστηκε εκείνη η φιγούρα που δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω. Ζαρωμένη κι ασήμαντη, με το μαύρο τσεμπέρι δεμένο χαλαρά γύρω από το κεφάλι. Η ηλικία της ακαθόριστη, μου έδωσε όμως την εντύπωση ότι πλησίαζε τον αιώνα. Προχωρούσε αργά, δίχως να κρατάει μπαστούνι. Οι ξεχειλωμένες παντόφλες της μπαινόβγαιναν στα κοκκαλιάρικα πόδια. Εικόνα κοινή, μα συνάμα και τόσο αλλόκοτη, θαρρείς και ξεπετάχτηκε από κάποια σελίδα των «Αθλίων», δείγμα αλλοτινού καιρού.
Πλησίασε και μας μίλησε με φωνή που μόλις ακουγόταν, σπασμένη από κάποιο λυγμό, σημάδι παληάς περηφάνιας που την κούρσεψαν τα ύπουλα χτυπήματα της ζωής. Τα κουρασμένα της λόγια τριγυρίζουν ακόμα στο μυαλό μου και με κεντρίζουν σαν έντομο φαρμακερό. «Βγήκα για λίγο ψωμάκι, παιδιά μου». Την κοίταξα με συμπάθεια. Στην τσέπη μου είχα τρεις δραχμές ψιλά και τρία κατοστάρικα για να περάσω μέχρι το βράδυ της μεγάλης Τετάρτης που θα πληρωνόμουν. Τι να της δώσω τούτης της γριάς πρωί-πρωί;
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα περισσότερο. Ο γνωστός από δίπλα ξεστόμισε μια φοβερή βρισιά. Την δέχτηκα σαν καρφί στην καρδιά, ξαφνιασμένος από την απρόσμενη κι αδικαιολόγητη σκληρότητα. Το χέρι μου είχε κοκκαλώσει και μαζί του κι η σκέψη μου. Τρεις δραχμές και τρία κατοστάρικα μέχρι την Τετάρτη…
Εκείνη δάκρυσε, έσκυψε κι άλλο το κεφάλι και συνέχισε τον δρόμο της, σέρνοντας αργά τις ξεχειλωμένες παντόφλες. Είχα σιγουρευτεί πια πως δεν ήταν σαν τις ζητιάνες που γεμίζουνε τέτοιες μέρες τους δρόμους. Τούτο το κυρτωμένο κορμί ανάδινε ανεξήγητα μια μυστήρια περηφάνεια που με σαγήνεψε.
Ο άλλος χαιρέτησε κι έφυγε. Δεν του ‘δωσα σημασία. Ήθελα να τρέξω πίσω από τη γριά, μα τα πόδια μου δεν ξεκολλούσαν από τη θέση τους. Τρεις δραχμές και τρία κατοστάρικα μέχρι την Τετάρτη…
Τίναξα θυμωμένα το κεφάλι και ξεκίνησα για τη δουλειά μου ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω μου. Η σκυφτή φιγούρα βρισκόταν κιόλας μακρυά κι ο θόρυβος από κείνες τις παντόφλες που μπαινόβγαιναν δεν ακουγόταν πια…

Θυμάμαι ακόμα το έκπληκτο βλέμμα της κυρίας με τις σακκούλες από το σούπερ μάρκετ που με κοίταζε να ξερνάω πρωί-πρωί σ’ ένα γιαπί. Και δεν ήτανε κακοχωνεμένο κρασί εκείνο που έβγαλα. Ήτανε τα κακοφορμισμένα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο που σαπίσανε μέσα μου.

Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνη τη γριά μια γεύση ξυνίλας ανεβαίνει στο στόμα μου…